ποιμαντορικός
Смотреть что такое "ποιμαντορικός" в других словарях:
ποιμαντορικός — ή, ό / ποιμαντορικός, ή, όν, ΝΜ [ποιμαντορία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία ή στον πνευματικό ποιμένα («ποιμαντορική ράβδος») 2. φρ. «ποιμαντορικές επιστολές» εκκλ. οι επιστολές τού αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο Α και Β… … Dictionary of Greek
ποιμαντορικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία: Ποιμαντορική ράβδος, αλλ. πατερίτσα του δεσπότη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιμαντικός — ή, ό / ποιμαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιμαίνω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποιμένα, ποιμενικός, βουκολικός («ποιμαντική βακτηρία», Γρηγ. Ναζ.) 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πνευματικό ή θρησκευτικό αρχηγό, ο ποιμαντορικός («ποιμαντική… … Dictionary of Greek